-
1 ωριμάζω
[оримазо] р. зреть, созревать, поспевать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ωριμάζω
-
2 ωριμάζω
[βυζυβάγιουστσιϊ] επ προκλητικός -
3 созревать
ωριμάζω, μεστώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > созревать
-
4 зреть
-
5 поспевать
-
6 созревать
-
7 спеть
-
8 назревать
назреватьнесов, назреть сов1. ὠριμάζω, γίνομαι ὠριμος / ἐμπυάζω, μαζεύω πῦο (о нарыве)·2. перен ὠριμάζω:кризис назрел ἡ κρίση ὠρίμασε· назрел вопрос τό ζήτημα ὠρίμασε. -
9 назреть
-еет ρ.σ.1. ωριμάζω, γίνομαι. || φτάνω στο σημείο να πυορροήσω.2. μτφ. ωριμάζω στο νου, σκέψη κ.τ.τ. -
10 дозревание
η ωρίμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дозревание
-
11 развиться
1. (созреть, окрепнуть) αναπτύσσομαι 2. (приобрести более широкие размеры, значение) εξελίσσομαι, κάνω πρόοδο, προοδεύω 3. (созреть духовно, умственно) ωριμάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развиться
-
12 вызревать
вызреватьнесов, вызреть сов ὠριμάζω, μεστώνω, γίνομαι ὠριμος. -
13 вылежаться
вылежать||ся1. ξεκουράζομαι ξαπλωμένος, μένω ξαπλωμένος / μένω στό κρεββάτι (ἕως ὀτου γίνω καλά) (о больном)·2. (о фруктах) ὠριμάζω. -
14 дозревать
дозреватьнесов, дозреть сов ὠριμάζω, μεστώνω. -
15 долежать
долежатьсов1. (лежать до како-го-л. времени) ξαπλώνω ὠς...:\долежать до вечера μένω ξαπλωμένος ὡς τό ἀπόγευμα·2. (дозреть) ὠριμάζω, μεστώνω:груши должны \долежать τά ἀπίδια πρέπει νά ὠριμάσουν. -
16 доспевать
доспеватьнесов, доспеть сов ὠριμάζω, μεστώνω. -
17 доходить
доходитьнесов1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:\доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου. -
18 зреть
зретьнесов прям., перен ὠριμάζω, μεστώνω. -
19 наливаться
наливать||ся1. (наполняться) πληροῦμαι, γεμίζω (άμετ.)·2. (созревать) ὠριμάζω, μεστώνω· ◊ его́ глаза налились кровью τά μάτια του κοκκίνησαν ἀπ' τό θυμό. -
20 перезревать
перезреватьнесов παραμεστώνω, ὑπερ-ωριμάζω.
См. также в других словарях:
ωριμάζω — ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν [ὥριμος] (για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή τής ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και… … Dictionary of Greek
ωριμάζω — ωριμάζω, ωρίμασα, ωριμασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ωριμάζω — ωρίμασα, ωριμασμένος 1. σχετικά με καρπούς, γίνομαι ώριμος, γουρμάζω: Ωρίμασαν τα μήλα. 2. σχετικά με ανθρώπους, ηλικιώνομαι, φτάνω σε ηλικία γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουρμάζω — ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. διαλ., τού ωριμάζω] … Dictionary of Greek
γουρμάζω — ωριμάζω, μεστώνω: Τα φρούτα άρχισαν να γουρμάζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπερκάζω — (Α) (για σταφύλι) μαυρίζω, ωριμάζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περκάζω «μαυρίζω, ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
προπεπαίνομαι — Α ωριμάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πεπαίνω «ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
προσπεπαίνομαι — Α 1. ωριμάζω ακόμη πιο πολύ 2. μτφ. καταπραΰνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πεπαίνω «μαλακώνω, ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω … Dictionary of Greek
συμπεπαίνω — Α 1. κάνω κάτι να ωριμάσει 2. μέσ. συμπεπαίνομαι ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πεπαίνω «ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
τελεσφορώ — τελεσφορῶ, έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος] νεοελλ. (για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο») μσν. αρχ. 1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος,… … Dictionary of Greek