Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) ωριμάζω

См. также в других словарях:

  • ωριμάζω — ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν [ὥριμος] (για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή τής ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και… …   Dictionary of Greek

  • ωριμάζω — ωριμάζω, ωρίμασα, ωριμασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ωριμάζω — ωρίμασα, ωριμασμένος 1. σχετικά με καρπούς, γίνομαι ώριμος, γουρμάζω: Ωρίμασαν τα μήλα. 2. σχετικά με ανθρώπους, ηλικιώνομαι, φτάνω σε ηλικία γάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρμάζω — ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. διαλ., τού ωριμάζω] …   Dictionary of Greek

  • γουρμάζω — ωριμάζω, μεστώνω: Τα φρούτα άρχισαν να γουρμάζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπερκάζω — (Α) (για σταφύλι) μαυρίζω, ωριμάζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περκάζω «μαυρίζω, ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προπεπαίνομαι — Α ωριμάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πεπαίνω «ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσπεπαίνομαι — Α 1. ωριμάζω ακόμη πιο πολύ 2. μτφ. καταπραΰνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πεπαίνω «μαλακώνω, ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω …   Dictionary of Greek

  • συμπεπαίνω — Α 1. κάνω κάτι να ωριμάσει 2. μέσ. συμπεπαίνομαι ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πεπαίνω «ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • τελεσφορώ — τελεσφορῶ, έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος] νεοελλ. (για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο») μσν. αρχ. 1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»